- λιθογνωμικόν
- λιθο-γνωμικόν, τό, sc. βιβλίον, ein Buch von der Kenntnis der Steine
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λιθογνωμικόν — λιθογνωμικός skilful in stones masc acc sg λιθογνωμικός skilful in stones neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθογνωμικός — ή, ό (Α λιθογνωμικός, ή, όν) αυτός που γνωρίζει και μπορεί να διακρίνει τους πολύτιμους λίθους νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιθογνώμονα αρχ. (το ουδ. ως κύρ. όν.) Λιθογνωμικόν σύγγραμμα τού Φιλοστράτου που αναφέρεται στη γνώση των… … Dictionary of Greek